προεγγράφομαι

προεγγράφομαι
προεγγράφομαι [ᾰ], [voice] Pass.,
A to be inscribed beforehand, D.C.39.17.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προεγγράφω — Ν, και μόνο το παθ. προεγγράφομαι Α [ἐγγράφω] νεοελλ. εγγράφω κάποιον ή κάτι σε προκαταρκτικούς καταλόγους με σκοπό την μετέπειτα επίσημη και οριστική εγγραφή του αρχ. εγγράφομαι εκ τών προτέρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”